φυσαλ(λ)ιδώδης

φυσαλ(λ)ιδώδης
-ες, Ν
1. όμοιος με φυσαλλίδα στην εμφάνιση
2. γεμάτος φυσαλλίδες («φυσαλλιδώδη ερυθήματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσαλ(λ)ίδα. Ο τ. φυσαλιδώδης μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”